τυφλίνος

τυφλίνος
τυφλίτης ο зоол, слепозмейка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τυφλίνος" в других словарях:

  • τυφλῖνος — blind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλίνος — ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες νεοελλ. λόγια ονομασία άποδης σαύρας,… …   Dictionary of Greek

  • τυφλῖνοι — τυφλῖνος blind masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλίνης — (I) ὁ, Α (δ.τ.) βλ. τυφλίνος. (II) ὁ, Α βλ. τυφλίνος …   Dictionary of Greek

  • τυφλινίδιον — τὸ, Α [τυφλῑνος] υποκορ. τού τυφλίνος …   Dictionary of Greek

  • τυφλώψ — ο, / τυφλώψ, ῶπος, ο, ΝΑ, και τυφλώψ, ἡ, Α ο τυφλίνος νεοελλ. γένος οφιδίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας τυφλωπίδες, στο οποίο ανήκει και ο τυφλίνος αρχ. 1. τυφλός 2. αυτός που δίνει την εντύπωση τυφλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ώψ (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • κωφίας — κωφίας, ὁ (Α) είδος φιδιού, πιθ. ο τυφλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωφός + κατάλ. ίας (πρβλ. τυφλ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • τυφλίτης — ο, Ν τυφλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • τύφλη — ἡ, Α είδος ψαριού τού ποταμού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός (πρβλ. τυφλῖνος)] …   Dictionary of Greek

  • τύφλην — ὁ, Α βλ. τυφλίνος …   Dictionary of Greek

  • τυφλίνοις — τυφλί̱νοις , τυφλῖνος blind masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»